Η ραγδαία μεταμόρφωση του παραλιακού μετώπου στα νότια προάστια φέρνει νέα ήθη: ξαπλώστρες με κρατήσεις, υψηλές χρεώσεις και dress code, καθώς η είσοδος ξένων επενδυτών και αγοραστών πολυτελών ακινήτων – από Λίβανο, Τουρκία, Ουκρανία και αραβικές χώρες – διαμορφώνει ένα σκηνικό που θυμίζει κοσμοπολίτικους προορισμούς του Κόλπου

Η πρόσβαση στη θάλασσα στην Αττική έχει πλέον μετατραπεί σε… οικονομικό προνόμιο, με τις τιμές να θυμίζουν κόστος αεροπορικού εισιτηρίου — και αυτό δεν αποτελεί υπερβολή. Σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στο Καβούρι, η ημερήσια χρέωση για μία ξαπλώστρα και μία ομπρέλα αγγίζει τα 320 ευρώ. Χωρίς πολυτελείς υπηρεσίες, χωρίς προσωπικό εξυπηρέτησης, χωρίς παροχές spa ή αποκλειστικότητα. Μόνο μια απλή θέση στον ήλιο – μπροστά στην ίδια θάλασσα, την ίδια άμμο και το ίδιο τοπίο, που δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό. Αυτό που έχει αλλάξει, είναι το κοινό – και μαζί του, οι τιμές.

Το φαινόμενο, σύμφωνα με το protothema.gr δεν περιορίζεται σε ένα μόνο σημείο. Ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο των νοτίων προαστίων της Αττικής αλλάζει πρόσωπο. Η αύξηση επενδύσεων μέσω Golden Visa, η αγορά παραλιακών ακινήτων από οικονομικά ισχυρούς επισκέπτες από τον Λίβανο, την Τουρκία, την Ουκρανία και τον αραβικό κόσμο, αλλά και η εξάπλωση του μοντέλου «Μύκονος στην Αθήνα» έχουν οδηγήσει σε ριζικές αλλαγές. Οι τιμές στα beach bar και τα ξενοδοχεία έχουν εκτοξευθεί, η αισθητική έχει προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα και η θάλασσα —που άλλοτε θεωρούνταν κοινό αγαθό— αντιμετωπίζεται πλέον ως προϊόν πολυτελείας.

Το dress code και οι κρατήσεις

Στη Γλυφάδα, σε παραλία που επί δεκαετίες δεν θεωρούνταν ιδανική για μπάνιο, σήμερα λειτουργεί beach bar που χρεώνει 140 ευρώ το σετ ξαπλώστρας με ομπρέλα. Και όχι μόνο αυτό. Ο χώρος ζητάει dress code. Ναι, σε ελληνική παραλία. Όπως δηλώνεται ρητά στην ανακοίνωση του καταστήματος: «Beach casual dress code. Swimwear and beach attire are highly encouraged». Ή αλλιώς, αν δεν φοράς παρεό που εγκρίνει το Instagram ή δεν έχεις φορέσει το μαγιό που επιτάσσει η σεζόν, ίσως και να μην ταιριάζεις με το περιβάλλον.

Και δεν τελειώνει εκεί. Σε πολλά από αυτά τα μαγαζιά, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, απαιτείται κράτηση. Δεν μπορείς απλώς να εμφανιστείς με την πετσέτα στον ώμο. Πρέπει να έχεις «κλείσει θέση». Και φυσικά, οι χαμηλότερες τιμές αφορούν τις πίσω σειρές, εκεί που το μόνο που βλέπεις είναι η πλάτη της ξαπλώστρας του μπροστινού σου. Αν θες να καθίσεις πρώτη σειρά, «κύμα», εκεί όπου το νερό σε ακουμπά χωρίς να σηκωθείς, το κόστος ανεβαίνει στα ύψη και η ζήτηση είναι τέτοια που οι κρατήσεις θυμίζουν διαδικασία fine dining.

Για τον μέσο πολίτη, για μια τετραμελή οικογένεια, η εξίσωση είναι αποθαρρυντική. Ας υποθέσουμε ότι βρίσκεις μία από τις «φθηνές» ξαπλώστρες των 40 ευρώ.  Αν προστεθούν δύο καφέδες, δύο παιδικά snacks, τέσσερα εμφιαλωμένα νερά και δύο club sandwich, ο λογαριασμός φτάνει με ευκολία τα 103 ευρώ. Δηλαδή, πάνω από το 12% του καθαρού βασικού μισθού. Και όλα αυτά, για ένα απλό μπάνιο.

Η «μάχη» στις εναλλακτικές

Η μοναδική εναλλακτική για όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν είναι οι δημόσιες πλαζ, όπως, για παράδειγμα η πλαζ της Βουλιαγμένης. Όπως τραγουδούσε κάποτε και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, «πάμε για μπάνιο στη Βουλιαγμένη». Μόνο που τώρα αυτό σημαίνει 15 ευρώ είσοδο το άτομο. Χωρίς καμία εγγύηση για σκιά ή άνεση.

Τα Σαββατοκύριακα επικρατεί κυριολεκτικά μάχη για λίγη σκιά, με τον κόσμο να κουβαλάει φορητές καρέκλες, ομπρέλες από το σπίτι και ψυγειάκια για να γλιτώσει τα έξοδα. Οι εικόνες θυμίζουν κάμπινγκ ανάγκης. Άλλοι στήνονται από τις 8:00 το πρωί για να πιάσουν ένα σημείο με δέντρο, άλλοι κάθονται πάνω σε βράχια. Μόνο η θάλασσα είναι δωρεάν – προς το παρόν.