Είναι από τους δημιουργούς που έχουν καταφέρει να αφήσουν το προσωπικό τους αποτύπωμα στον σύγχρονο ελληνικό και διεθνή θεατρικό χάρτη. Ο Ανδρέας Φλουράκης, συγγραφέας με σπουδές σε κινηματογράφο και θέατρο στην Αθήνα και την Αγγλία, δεν είναι απλώς ένας θεατρικός συγγραφέας. Είναι ένας χαρτογράφος του κόσμου σε μεταμόρφωση, όπως άλλωστε τιτλοφορείται και ο πρόσφατος αφιερωματικός τόμος για το έργο του.

Η πορεία του ξεκινά δυναμικά το 2001 και έκτοτε είναι γεμάτη διακρίσεις: από το βραβείο του Θεάτρου Τέχνης και την υποτροφία Fulbright το 2004, μέχρι την επιλογή των έργων του σε ευρωπαϊκές πλατφόρμες όπως η JANUS και το βραβείο του Eurodram. Η δραματουργία του έχει ταξιδέψει σε μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές του κόσμου, όπως το Royal Court Theatre, το Gate Theatre στη Μ. Βρετανία και το Lincoln Centre Theatre στις ΗΠΑ, με μεταφράσεις σε δεκάδες γλώσσες.

Με μια εντυπωσιακή συλλογή έργων, που περιλαμβάνει τίτλους όπως Ασκήσεις Για Γερά Γόνατα, Θέλω Μια Χώρα, Ταπ Άουτ και τις ιδιαίτερες προσεγγίσεις σε αρχαία δράματα (Μήδειας Μπούρκα, Αντιγόνη μου), ο Ανδρέας Φλουράκης αποδεικνύει την ικανότητά του να αγγίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα με τόλμη και ευαισθησία.

Είναι τιμή μας να φιλοξενούμε στις σελίδες μας μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη με τον διακεκριμένο συγγραφέα, ο οποίος διατελεί επίσης μέλος της επιτροπής Κρατικών Βραβείων του ΥΠΠΟ. Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, ο Ανδρέας Φλουράκης μάς καλεί να κοιτάξουμε κατάματα τις αντιφάσεις και τις ελπίδες μας μέσα από το πρίσμα της τέχνης του.

Μ24/7 : Κύριε Φλουράκη, “Μήδειας Πατούσες” – ένας τίτλος που προκαλεί την περιέργεια. Πώς προέκυψε η ιδέα για την ανατρεπτική αυτή προσέγγιση του αρχαίου μύθου και ποιο ήταν το έναυσμα για να τον μεταφέρετε στη σύγχρονη πραγματικότητα;

Α. ΦΛ. : Ο τίτλος “Μήδειας Πατούσες” γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη να ξαναδώ τον μύθο της Μήδειας όχι πια ως ένα τραγικό μνημείο, αλλά ως ένα ζωντανό, αντιφατικό σώμα. Ήθελα να την απελευθερώσω από τους περιορισμούς του μύθου και να την κατεβάσω στις πατούσες της – στα γυμνά της πόδια, στο χώμα, στην καθημερινότητα, στην ανθρώπινη, σχεδόν γελοία, διάστασή της. Η ιδέα προέκυψε μέσα από μια προσωπική παρατήρηση: πόσο εύκολα εξιδανικεύουμε τους αρχαίους μύθους και ξεχνάμε ότι μιλούν για ανθρώπους σε οριακές καταστάσεις. Η Μήδεια με συνάρπαζε πάντα, όχι για το έγκλημά της, αλλά για το πώς την αντιμετωπίζουν – ως ξένη, ως γυναίκα, ως απειλή. Το έναυσμα ήταν αυτή η ένταση: ανάμεσα στον μύθο και την κριτική ματιά, ανάμεσα στην παράδοση και τη σύγχρονη πολιτική ταυτότητας, ανάμεσα στο θέατρο και την αλήθεια του σώματος. Με λίγα λόγια, ήθελα να γράψω μια Μήδεια πιο κοντά μας απ’ όσο νομίζουμε.

 Μ24/7 : Η Μήδεια είναι ένα αρχετυπικό πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας. Ποια στοιχεία της προσωπικότητάς της σας γοήτευσαν περισσότερο και ποιες πτυχές της επιλέξατε να αναδείξετε μέσα από το έργο σας, διαφοροποιώντας ίσως την παραδοσιακή της εικόνα;

Α. ΦΛ. : Αυτό που πάντα με συγκλόνιζε στη Μήδεια δεν ήταν μόνο το έγκλημά της, αλλά η βαθιά της μοναξιά. Η Μήδεια είναι η ξένη, η απειλή, η γυναίκα που δεν συμμορφώνεται. Είναι η φιγούρα εκείνη που, αντί να σιωπήσει, φωνάζει. Αντί να υποχωρήσει, εκρήγνυται. Αυτό το στοιχείο της ασυμβίβαστης παρουσίας της ήταν για μένα πηγή γοητείας αλλά και πρόκληση. Στο έργο μου επέλεξα να φωτίσω τη Μήδεια όχι ως θύμα ούτε ως τέρας, αλλά ως άνθρωπο παγιδευμένο σε ένα σύστημα σχέσεων, εξουσιών και επιθυμιών. Μια γυναίκα που ερωτεύεται όχι αθώα, αλλά στρατηγικά. Που διαπραγματεύεται με τον έρωτα, το σώμα της, την ταυτότητά της. Αναζητούσα όχι την “τραγική” Μήδεια, αλλά τη σωματική – αυτή που ιδρώνει, που ζηλεύει, που παρασύρεται, που εκδικείται επειδή δεν αντέχει άλλο να παραβλέπεται. Η διαφοροποίηση, λοιπόν, είναι πως δεν με ενδιέφερε να ξαναπώ έναν μύθο για μια γυναίκα που σκοτώνει τα παιδιά της, αλλά να αφηγηθώ μια ιστορία για μια γυναίκα που θέλει να πάρει πίσω τον έλεγχο της ζωής της – και το κάνει με όλους τους λάθος τρόπους. Ίσως γιατί δεν της έμαθε ποτέ κανείς τους σωστούς.

 Μ24/7 : Το έργο ανεβαίνει στη Μύκονο από τη Θεατρική Ομάδα Μυκόνου, σε σκηνοθεσία του Δομένικου Κουκά. Πώς αισθάνεστε που ένα δικό σας κείμενο παίρνει “σάρκα και οστά” σε ένα νησί με τόσο έντονη πολιτιστική ζωή και ποια είναι η σχέση σας με τη συγκεκριμένη ομάδα και τον σκηνοθέτη;

Α. ΦΛ. : Η αίσθηση ότι ένα δικό σου κείμενο παίρνει «σάρκα και οστά» είναι πάντα συγκινητική — και ακόμα περισσότερο όταν αυτό συμβαίνει σε έναν τόπο σαν τη Μύκονο, με τόσο δυνατή πολιτιστική ταυτότητα. Πίσω από τη βιτρίνα του τουρισμού, η Μύκονος έχει ένα πλούσιο και ζωντανό κύτταρο ανθρώπων που αγαπούν την τέχνη και το θέατρο με πάθος και αυθεντικότητα. Η Θεατρική Ομάδα Μυκόνου και ο Δομένικος Κουκάς δεν προσεγγίζουν τα έργα με “τουριστικό βλέμμα”, αλλά με ουσιαστικό ενδιαφέρον για το κείμενο, τον λόγο, την πράξη. Είναι εξαιρετικά τιμητικό για μένα να βλέπω τη “Μήδεια” να ζωντανεύει μέσα από τη δική τους ματιά — μια ματιά βαθιά ανθρώπινη, τολμηρή και ευφάνταστη. Ο Δομένικος είναι σκηνοθέτης με ένστικτο και θεατρική ευθύνη· εργάστηκε με το έργο σαν να το γνώριζε από πάντα, και αυτό είναι κάτι σπάνιο. Νιώθω ευγνωμοσύνη για αυτή τη συνάντηση.

Μ24/7 : Πιστεύετε ότι η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και η κοσμοπολίτικη φύση της Μυκόνου μπορούν να προσδώσουν μια νέα διάσταση στην παράσταση; Υπάρχει κάποιο στοιχείο που να συνδέει το έργο με το νησί, πέρα από τον τόπο που φιλοξενεί την παράσταση;

Α. ΦΛ. : Ναι, νομίζω πως η Μύκονος — με την έντονη αντίθεση ανάμεσα στο φως και τη σκιά της, την ομορφιά και την υπερβολή της — προσδίδει μια απρόσμενη διάσταση στο ανέβασμα της παράστασης. Είναι ένα νησί που γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι “ξένος” και “ορατός” ταυτόχρονα· να προκαλείς, να μαγνητίζεις, να φέρεις πάνω σου βλέμματα και προβολές. Κι αυτό είναι και η Μήδεια: μια γυναίκα που δεν ανήκει, που όμως θέλω να τραβάει την προσοχή. Υπάρχει, λοιπόν, ίσως κάτι πιο βαθύ που συνδέει το έργο με το νησί. Όχι σε επίπεδο τόπου, αλλά σε επίπεδο εμπειρίας. Η Μύκονος είναι ένας χώρος ελευθερίας, αλλά και έντασης. Ένας χώρος μεταμορφώσεων. Και η Μήδεια είναι μια μορφή που συνεχώς μεταμορφώνεται — από γυναίκα σε μάγισσα, από ερωτευμένη σε τιμωρό, από σύμβολο σε άνθρωπο.

Μ24/7 : Στις “Μήδειας Πατούσες” εστιάζετε στη “μυθοπλασία” της Μήδειας, όπως αναφέρετε. Ποια είναι η πρόθεσή σας πίσω από αυτή την εστίαση και τι θέλετε να ανακαλύψει το κοινό που θα παρακολουθήσει την παράσταση;

Α. ΦΛ. : Όταν μιλάω για τη «μυθοπλασία» της Μήδειας, εννοώ τον τρόπο που ο μύθος της έχει χτιστεί, ερμηνευτεί, αναπαραχθεί μέσα στους αιώνες — συχνά με έναν πολύ συγκεκριμένο φακό: τη γυναίκα ως απειλή, τη μάνα ως τέρας, την ξένη ως επικίνδυνη. Ήθελα, λοιπόν, να φωτίσω την αφήγηση γύρω από τη Μήδεια και πώς αυτή χειραγωγεί το πώς τη βλέπουμε. Η πρόθεσή μου δεν είναι να την «αθωώσω», αλλά να ρωτήσω: τίνος είναι αυτή η ιστορία; Ποιος έχει το προνόμιο να την αφηγηθεί και με ποιους όρους; Στο έργο μου, η Μήδεια προσπαθεί σε ένα βαθμό η ίδια να αφηγηθεί τον εαυτό της — να πάρει πίσω τη φωνή της. Θα ήθελα το κοινό να διασκεδάσει και να βγει από την παράσταση όχι με μια ξεκάθαρη απάντηση, αλλά με ένα ερώτημα: μήπως η Μήδεια δεν είναι μόνο αυτό που μας είπαν ότι είναι; Και μήπως, τελικά, όλοι οι μύθοι είναι ένα είδος παπουτσιού — που άλλες φορές μας χωράει και άλλες μας πληγώνει;

 Μ24/7 : Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση όταν γράφετε ένα έργο που βασίζεται σε έναν τόσο γνωστό μύθο, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να φέρει μια νέα οπτική;

Α. ΦΛ. : Η μεγαλύτερη πρόκληση όταν καταπιάνεσαι με έναν τόσο εδραιωμένο μύθο είναι να μη σε καταπιεί. Ο μύθος της Μήδειας κουβαλάει αιώνες λόγου και ερμηνείας. Όταν τον προσεγγίζεις, νιώθεις σαν να μπαίνεις σε έναν χώρο ιερό — αλλά και λίγο «παγιδευμένο». Το ρίσκο είναι να μείνεις εγκλωβισμένος στην «αναπαλαίωση» ή να τον διαλύσεις τελείως αφαιρώντας τη δύναμή του. Για μένα η πρόκληση ήταν να σταθώ δίπλα στον μύθο, όχι απέναντί του. Ήθελα να βρω τις ρωγμές του — εκεί που μπαίνει φως, που περνάει η σημερινή εμπειρία, η σύγχρονη ματιά, το χιούμορ, η επιθυμία, η πολιτική. Το δύσκολο δεν είναι να ξαναπείς τη Μήδεια. Είναι να τολμήσεις να αναρωτηθείς τι δεν ειπώθηκε ποτέ για εκείνη. Και να δώσεις χώρο σε αυτό το ανείπωτο — όσο άβολο, απρόβλεπτο ή και αστείο κι αν είναι.

Μ24/7 : Τι μήνυμα, ή ποια συναισθήματα, θα θέλατε να αποκομίσει ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση “Μήδειας Πατούσες”;

Α. ΦΛ. : Δεν με ενδιαφέρει τόσο να δώσω μήνυμα, όσο να ανοίξω ερωτήματα. Θα ήθελα ο θεατής φεύγοντας από τη “Μήδειας Πατούσες” να νιώσει μια μικρή ταραχή — σαν κάτι να μετατοπίστηκε μέσα του, χωρίς να είναι σίγουρος τι ακριβώς. Να φύγει με περισσότερες απορίες απ’ όσες είχε όταν μπήκε, αλλά με μια αίσθηση ελευθερίας που γεννιέται όταν αναγνωρίζεις ότι τα πράγματα μπορούν να ιδωθούν και αλλιώς. Αν μπορούσα να ευχηθώ κάτι, θα ήταν να φύγει με ένα είδος τρυφερότητας για τη Μήδεια — όχι ως ηρωίδα ή σύμβολο, αλλά ως άνθρωπο. Το θέατρο δεν είναι για να απαντά — είναι για να μας κάνει να νιώσουμε και να σκεφτούμε. Αν αυτό καταφέρουμε, έστω και λίγο, νομίζω είμαστε σε καλό δρόμο.

Μ24/7 : Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια μετά τις “Μήδειας Πατούσες”;

Α. ΦΛ. : Αυτή τη χρονιά δουλεύω πάνω σε μια ελεύθερη διασκευή του Άμλετ, σε συνεργασία με δύο ΔΗΠΕΘΕ — της Κοζάνης και των Σερρών. Είναι μια πρόκληση εντελώς διαφορετικής φύσης: να σταθώ απέναντι σε έναν τόσο γνωστό, παγκόσμιο ήρωα και να αναρωτηθούμε όχι πώς τον “επανερμηνεύουμε”, αλλά πώς τον αφήνουμε να μας αμφισβητήσει ξανά. Και πώς η δική μας συγκυρία — πολιτική, κοινωνική, υπαρξιακή — εισχωρεί μέσα του.