

Τουρισμός: Προς θετικό πρόσημο (2% – 3%) η χρονιά και φέτος για την Ελλάδα, ρίσκο τα γεωπολιτικά
Ηπια ανάπτυξη στο 2%-3%, με συγκρατημένη αισιοδοξία, χωρίς ενιαία εικόνα ανά προορισμό. Ετσι διαμορφώνεται μέχρι στιγμής το σκηνικό για τον ελληνικό τουρισμό στην αρχή της θερινής σεζόν του 2025, μετά τη χρονιά-ρεκόρ του 2024 που αποτελεί πλέον και το νέο έτος αναφοράς για τον κλάδο, με πάνω από 40 εκατομμύρια αφίξεις μαζί με την κρουαζιέρα, ξεπερνώντας πολύ νωρίτερα έναν στόχο που είχε τεθεί από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) για το 2030.
Η φετινή σεζόν στο σύνολό της θα κριθεί περισσότερο στις κρατήσεις της τελευταίας στιγμής στο ισχυρό δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου, με την προσδοκία όλων να υπάρξει επιμήκυνση, όπως και πέρυσι, μέσα στο φθινόπωρο. Κρίσιμος είναι για μία ακόμη φορά και ο γεωπολιτικός παράγοντας, όπως αποδείχθηκε με τις εξελίξεις στο Ισραήλ που έφερε την αναστολή των πτήσεων για τις επόμενες εβδομάδες επηρεάζοντας και γειτονικές αγορές, με το δεδομένο ότι έκλεισε ο εναέριος χώρος. Εστω κι αν η συγκεκριμένη αγορά αφορά μικρό μερίδιο έως 2% επί του συνόλου των αφίξεων και των εισπράξεων (621.000 το 2024 και 419 εκατομμύρια), για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται το εύθραυστο γεωπολιτικό σκηνικό.

Το 2025 ξεκίνησε δυνατά τους πρώτους, αδύναμους λόγω εποχικότητας, χειμερινούς μήνες με όχημα τη μεγάλη άνοδο της Αθήνας, ενώ συνέχισε πιο χλιαρά στην εκκίνηση της θερινής σεζόν στα νησιά, με μεγάλη χαμένη τη Σαντορίνη λόγω της σεισμικής δραστηριότητας των προηγούμενων μηνών.
Με το άνοιγμα των εποχιακών ξενοδοχείων, ο Μάιος ήταν πιο μέτριος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι και για τη συνέχεια, όπως φαίνεται σε αυτή τη συγκυρία, το θέμα του κόστους και των τιμών θα αποτελέσουν τον Νο 1 παράγοντα που θα καθορίσει το 2025 τις διακοπές των Ευρωπαίων, οι οποίοι αποτελούν και τη βασική δεξαμενή του εισερχόμενου τουρισμού για τη χώρα μας.
Εν μέσω πιέσεων στα εισοδήματά τους και οικονομικής αβεβαιότητας, οι Ευρωπαίοι φέτος εξακολουθούν να διατηρούν μεν υψηλά την επιθυμία για ταξίδια – μια τάση που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του τουρισμού μετά την πανδημία.
Ωστόσο, από την άλλη, προσπαθούν να περικόψουν δαπάνες, είτε επιλέγοντας πιο προσιτούς προορισμούς εντός και εκτός Ελλάδας είτε μειώνοντας τη διάρκεια των διακοπών τους. Ακριβώς η μειωμένη διάρκεια παραμονής στους προορισμούς θα είναι και η βασική αιτία για τη συγκράτηση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι για τους επισκέπτες ανά την Ελλάδα φέτος, με την εστίαση και το εμπόριο στους προορισμούς ήδη να επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.

Τι λένε οι φορείς
Το στίγμα για τη φετινή τουριστική περίοδο στους ελληνικούς προορισμούς δόθηκε την περασμένη εβδομάδα και στη συνέλευση του ΣΕΤΕ: οι μέχρι σήμερα υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης στον κλάδο που οδήγησαν στις πολύ υψηλές επιδόσεις του 2024 εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατόν να συνεχιστούν σε αυτά τα επίπεδα. Ο ελληνικός τουρισμός εξακολουθεί να διατηρεί και φέτος θετικό πρόσημο, παρά το γεγονός ότι ως αναμενόμενο, μετά από τόσα χρόνια διαρκούς ανόδου, φαίνεται δειλά ότι καταγράφεται μια επιβράδυνση.
Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Παράσχης, κάνει λόγο σε αυτή τη φάση για «συγκρατημένη αισιοδοξία» που πηγάζει από δύο βασικούς παράγοντες: το θετικό πρόσημο, στο 7%, στις μέχρι σήμερα αεροπορικές αφίξεις από τις αρχές του έτους, και τον προγραμματισμό αεροπορικών θέσεων για την περίοδο Μαρτίου – Οκτωβρίου του 2025, στο πλαίσιο του θερινού προγράμματος των αεροπορικών εταιρειών που παρουσιάζει αύξηση της τάξεως του 5,3%.
Αντίστοιχα, από το βήμα της γενικής συνέλευσης του ΣΕΤΕ ο πρόεδρος της AEGEAN και αντιπρόεδρος του Συνδέσμου, Ευτύχης Βασιλάκης, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο κλάδος κινείται φέτος σε ένα γενικότερα θετικό πλαίσιο, «όμως δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να αναπτυσσόμαστε με τους υψηλούς ρυθμούς που είχαμε συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια».
Οι θεσμικοί φορείς του κλάδου θεωρούν ότι υπάρχουν σύνθετες προκλήσεις, ενδογενείς αλλά και εξωγενείς, π.χ. ο γεωπολιτικός παράγοντας, το αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον, ο εμπορικός πόλεμος από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού που επηρεάζει τα ταξίδια μεταξύ ΗΠΑ – Γηραιάς Ηπείρου κ.τ.λ., «οι οποίες ρίχνουν ήδη τη σκιά τους και θα μας επηρεάσουν ακόμα περισσότερο από το 2026 και μετά και τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε», σύμφωνα με τον κ. Παράσχη. Αντίστοιχα, ο κ. Βασιλάκης δηλώνει ότι «είναι κρίσιμη η άμεση αξιοποίηση και επένδυση των διαφόρων τελών που καταβάλλονται τοπικά από τους επισκέπτες μας για ανταποδοτικές επενδύσεις, εκεί όπου εισπράττονται τα τέλη, για υποδομές αναγκαίες για τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και για την ποιότητα του προϊόντος που θα στηρίξει τη διαχρονική ανταγωνιστικότητα».
Οι θεσμικοί φορείς σε αυτό το μομέντουμ της πιο ήπιας, όπως όλα δείχνουν, ανάπτυξης του κλάδου τοποθετούνται και στη συζήτηση που έχει ανοίξει περί αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας μακριά από τη «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού.
«Το αναπτυξιακό-παραγωγικό μοντέλο ούτε διατάσσεται ούτε επιβάλλεται νομοθετικά, αλλά προκύπτει μέσα από τη λειτουργία της αγοράς», δηλώνει ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου ΣΕΤΕ, Ηλίας Κικίλιας. «Ο τουρισμός αποτελεί έναν σημαντικό παραγωγικό κλάδο γιατί η Ελλάδα κατέχει ένα αναμφισβήτητο συγκριτικό πλεονέκτημα, το οποίο για να διατηρηθεί απαιτείται στρατηγική που λείπει. Οι τουριστικές επιχειρήσεις είναι διεθνώς ανταγωνιστικές και όσο η διεθνής ανταγωνιστικότητα του τομέα -στην 21η θέση παγκοσμίως- υπερτερεί της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας -52η έως 59η θέση-, το μερίδιο του τουρισμού στην οικονομία αναγκαστικά θα διευρύνεται. Ο τουρισμός και υποστηρίζει και αποτελεί προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη και της βιομηχανίας και της πρωτογενούς παραγωγής».
Ο κ. Κικίλιας κάνει λόγο επιπλέον για «γενικευμένο εφησυχασμό πως ο τουρισμός είναι κάτι δεδομένο και θα συνεχίσει να επενδύει και να αποδίδει στην οικονομία και την κοινωνία παρά τις συνεχείς φορολογικές επιβαρύνσεις, την έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού, τη γραφειοκρατία, την έλλειψη εργατικού δυναμικού και την ανεπαρκή διαχείριση των προορισμών».
Τα στοιχεία του Μαΐου
Οι εκτιμήσεις των τουριστικών φορέων επιβεβαιώνονται και από τα επίσημα νούμερα του Μαΐου για την αεροπορική κίνηση, με πιο ήπια άνοδο τόσο στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια όσο και στο «Ελευθέριος Βενιζέλος».
Στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια υπό τη διαχείριση της Fraport Greece, η συνολική επιβατική κίνηση του Μαΐου άγγιξε τα 3,69 εκατομμύρια ταξιδιώτες, από 3,65 εκατομμύρια τον Μάιο του 2024, με οριακή άνοδο 1%. Στο μεγαλύτερο αεροδρόμιο της χώρας, στην Αθήνα, η άνοδος του Μαΐου ήταν στο 2,9% συνολικά, με 3,1 εκατομμύρια ταξιδιώτες, όταν τον Απρίλιο ήταν στο 9,1%, τον Μάρτιο στο 10,8%, τον Φεβρουάριο στο 9% και τον Ιανουάριο στο 14,5%.
Για τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια (Ακτίου, Χανίων, Κέρκυρας, Καβάλας, Κεφαλονιάς, Θεσσαλονίκης, Ζακύνθου, Κω, Μυτιλήνης, Μυκόνου, Ρόδου, Σάµου, Σαντορίνης, Σκιάθου) τον Μάιο, από το σύνολο των 3,69 εκατομμυρίων επιβατών η μεγάλη πλειονότητα, τα 2,99 εκατομμύρια, αφορά τη διεθνή κίνηση που κατέγραψε άνοδο κατά 2,7%. Η κίνηση εσωτερικού, λίγο πάνω από τις 696.000, σημείωσε πτώση κατά 5,6% σε σύγκριση με τον Μάιο του 2024 (όταν το Ορθόδοξο Πάσχα στις αρχές του μήνα είχε ανεβάσει τα νούμερα). Για το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου η επιβατική κίνηση στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια διαμορφώθηκε στα 7,6 εκατομμύρια επιβάτες, με άνοδο κατά 2,4%, και από αυτούς σχεδόν 5 εκατομμύρια αφορούν τη διεθνή κίνηση, με άνοδο 3,9%.
Μόνο για τον Μάιο το αεροδρόμιο με τη μεγαλύτερη πτώση, όπως είναι φυσικό, ήταν η Σαντορίνη, με λίγο κάτω των 250.000 επιβατών στο σύνολο της επιβατικής κίνησης και πτώση κατά 21,4% έναντι του Μαΐου του 2024. Το νησί δέχτηκε φέτος 68.000 λιγότερους επιβάτες, με πτώση από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η Μύκονος καταγράφει οριακή άνοδο 0,8% με σχεδόν 128.000 επιβάτες ως προς τη συνολική κίνηση, ωστόσο αποτελεί θετικό στοιχείο η αύξηση κατά 9,4% στην κίνηση εξωτερικού, αγγίζοντας τις 70.000, με τους Βρετανούς και τους Ισραηλινούς να αυξάνουν τις αφίξεις τους στο νησί. Ακόμη, το Ιόνιο κινήθηκε θετικά, με άνοδο κατά 7,1% της συνολικής κίνησης στην Κέρκυρα, στις 446.000 επιβάτες, και 9,5% στην Κεφαλονιά, με πάνω από 84.000 επιβάτες. Υγιή εικόνα καταγράφουν τα Χανιά με άνοδο κατά 5,6% και 435.000 επιβάτες στο σύνολο της κίνησης, ενώ η Ρόδος είναι σχεδόν στα ίδια επίπεδα, ελάχιστα πιο πάνω σε σχέση με πέρυσι, αγγίζοντας τις 795.000 επιβάτες από τις 792.000 του Μαΐου του 2024. Βασική αιτία, κατά τις πληροφορίες, η κατά πολύ μειωμένη δραστηριότητα της εταιρείας χαμηλού κόστους Ryanair στην ιταλική αγορά (-92,2%) που έφερε λιγότερους Ιταλούς στο νησί, αν και οι Βρετανοί αύξησαν το μερίδιό τους επίσης μέσω της Ryanair και της Jet2.
Σταθερή άνοδο παρουσιάζει και το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης με αύξηση κατά 3,7% για τον Μάιο, με πάνω από τις 712.000 επιβάτες, και 7,1% στο πεντάμηνο, με 2,71 εκατομμύρια, με τους ταξιδιώτες από τη Γερμανία, τη Βρετανία, την Κύπρο και την Ιταλία να συμβάλλουν ιδιαίτερα στην άνοδο.
Οι επίσημοι αριθμοί
Με βάση τα απολογιστικά νούμερα από τον ΣΕΤΕ, οι αφίξεις από το εξωτερικό (συμπεριλαμβανομένης της κρουαζιέρας) ξεπέρασαν το 2024 τα 40,7 εκατομμύρια, επίδοση που αντανακλά την εδραίωση του brand «Ελλάδα», τη διατήρηση της ισχυρής ζήτησης, αλλά και την ικανότητα των ελληνικών επιχειρήσεων να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις.
Συνολικά, τα τουριστικά έσοδα την περασμένη χρονιά ανήλθαν σε 21,7 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 5,4%. Η άμεση συνεισφορά του κλάδου έφτασε στα 30,2 δισ. το 2024, ποσό που αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ, ενώ είναι σημαντικά υψηλότερη η έμμεση συνολική συμβολή στην οικονομία ξεπερνώντας το 30% του ΑΕΠ. Το 84,4% των τουριστικών εισπράξεων προέρχεται από τον εισερχόμενο τουρισμό, ο οποίος καλύπτει το 71,5% του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. Επιπλέον, ο τομέας υποστηρίζει το 16,5% της απασχόλησης δημιουργώντας πάνω από 700.000 εργασίας στην αιχμή της τουριστικής περιόδου και επιβεβαιώνοντας τη συμβολή του όχι μόνο στα δημόσια έσοδα, αλλά και στη βιωσιμότητα της αγοράς εργασίας.
newmoney.gr