Φωτιά στο real estate των Κυκλάδων. Σε ποια νησιά πουλήθηκαν τα περισσότερα ακίνητα την τελευταία πενταετία;
Σε ποια νησιά πουλήθηκαν τα περισσότερα ακίνητα την τελευταία πενταετία; Οι περισσότεροι πιθανότατα θα απαντούσαν στη Σαντορίνη και τη Μύκονο.
Ομως η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική και κρύβει αρκετές εκπλήξεις. Οι περισσότερες από 12.000 ιδιοκτησίες που «άλλαξαν χέρια» από το 2020 έως σήμερα στις Κυκλάδες βρίσκονται στην Πάρο και την Τήνο, ενώ την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν η Σαντορίνη, η Σύρος και η Νάξος.
Σημαντικός σε σχέση με το μέγεθός τους είναι και ο αριθμός των αγοραπωλησιών που έχουν συντελεστεί σε κάποια από τα μικρά νησιά, όπως η Αντίπαρος και το Κουφονήσι. Τα στοιχεία δείχνουν τις εσωτερικές, συχνά όχι τόσο εμφανείς, αλλαγές που συντελούνται την περίοδο αυτή στις Κυκλάδες, οι οποίες έχουν άμεσο αντίκτυπο στη διατήρηση της φυσιογνωμίας και της ταυτότητάς τους.
Τα στοιχεία που παρουσιάζει σήμερα η «Κ» προέρχονται από το Ελληνικό Κτηματολόγιο. Oπως ξεκαθαρίζει ο φορέας, η εικόνα δεν είναι απόλυτα ακριβής, καθώς σε αυτή δεν έχουν συμπεριληφθεί οι αγοραπωλησίες σε περιοχές όπου τα υποθηκοφυλακεία δεν έχουν στο σύνολό τους απορροφηθεί από οριστικό κτηματολογικό γραφείο (όπως η Αμοργός και η Κύθνος). Επίσης, δεν έχουν συμπεριληφθεί στοιχεία αγοραπωλησιών για το διάστημα στο οποίο σε κάποιο νησί λειτουργούσε μόνο υποθηκοφυλακείο, πριν ξεκινήσει να κτηματογραφείται. Τέλος δεν περιλαμβάνεται η Φολέγανδρος, καθώς η κτηματογράφηση ξεκίνησε πρόσφατα. Στα υπόλοιπα νησιά όμως είναι πλήρης.
Η κατάταξη
Συνολικά, λοιπόν, στο διάστημα που εξετάζεται (Ιανουάριος 2020 – Ιούνιος 2024) η κατάσταση έχει ως εξής:
– Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Πάρος, στην οποία πραγματοποιήθηκαν 2.172 αγοραπωλησίες. Κάθε έτος πωλούνται σταθερά περισσότερες από 300 ιδιοκτησίες στο νησί – το 2021 και το 2022 περισσότερες από 500. Φέτος, μέχρι τα τέλη Ιουνίου έχουν «αλλάξει χέρια» 422 ακίνητα, ενδεικτικό της δυναμικής που εξακολουθεί να υφίσταται.
– Στη δεύτερη θέση, σε πολύ μικρή απόσταση, βρίσκεται η Τήνος, με 2.127 αγοραπωλησίες ακινήτων. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη, καθώς το νησί δεν έχει βρεθεί «στα φώτα της δημοσιότητας» ως στόχος του real estate. Οι περισσότερες ιδιοκτησίες πουλήθηκαν το 2022 και το 2023 (643 και 649 αντίστοιχα).
– Η Σαντορίνη βρίσκεται στην τρίτη θέση, με 1.873 αγοραπωλησίες. Οι δικαιοπραξίες ακολουθούν σταθερά ανοδική πορεία από το 2022, όπως για τα περισσότερα νησιά.
– Στην τέταρτη θέση βρίσκεται η Σύρος, με 1.508 δικαιοπραξίες. Οπως και στην περίπτωση της Τήνου, οι διεργασίες αυτές δείχνουν να γίνονται «αθόρυβα», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αλλαγή δεν είναι αισθητή στο νησί.
Την πεντάδα συμπληρώνει η Νάξος με 1.355 αγοραπωλησίες ακινήτων, ακολουθούμενη σε μικρή απόσταση από τη Μύκονο.
«Αυτοί που αποφασίζουν για την τύχη κάθε νησιού δεν είναι οι μικροϊδιοκτήτες και οι κάτοικοι, που εκλέγουν πρακτικά ανίσχυρους δημάρχους, αλλά οι επενδυτές».
Πολύ ενδιαφέροντα όμως είναι τα στοιχεία και για τα μικρότερα νησιά. Σε αυτά ξεχωρίζει η Αντίπαρος με 291 αγοραπωλησίες (όταν η Σίκινος και η Ανάφη, με σχεδόν ανάλογο μέγεθος, έχουν 63 και 13 αντίστοιχα). Το Aνω Κουφονήσι, όπου παρότι είναι το μικρότερο κατοικημένο νησί των Κυκλάδων (με έκταση μόλις 5,7 τ.χλμ.) έχουν τα τελευταία χρόνια αλλάξει χέρια 67 ακίνητα. Αλλά και –πάντα αναλογικά– η Σχοινούσα, με 46 αγοραπωλησίες.
Αλλάζει το τοπίο
Πώς επηρεάζουν τις Κυκλάδες οι εξελίξεις αυτές; Τι αλλαγές αποτυπώνουν; Η «Κ» ζήτησε τη γνώμη τριών ανθρώπων που τα τελευταία χρόνια έχουν συμμετάσχει ενεργά στον δημόσιο διάλογο για το μέλλον της περιοχής: της Ελένης Μαΐστρου, ομότιμης καθηγήτριας στη Σχολή Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ και προέδρου του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της ΕΛΛΕΤ, του Γιάννη Σπιλάνη, οικονομολόγου – περιφερειολόγου, καθηγητή, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και διευθυντή του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου και της Αναστασίας Ψάλτη, προέδρου του Συλλόγου Μηχανικών Τήνου και γραμματέως του Δήμου Τήνου.
«Φαίνεται ότι το ενδιαφέρον των επενδυτών έχει στραφεί στην Τήνο και τη Σύρο, λόγω της μεγάλης αύξησης της αξίας των ακινήτων στην Πάρο, τη Σαντορίνη και τη Μύκονο», εκτιμά η κ. Ψάλτη. «Αυτό που με προβληματίζει και με ανησυχεί είναι ότι οι επενδυτές δεν έχουν έρθει για αυτό που είναι η Τήνος, αλλά για να τη μετατρέψουν σε αυτό που φαντάζονται ότι θα τους θα αποφέρει έσοδα, χωρίς αυτό να συνδέεται με τον τόπο. Είναι κάτι που το βλέπουμε ήδη τόσο από την αρχιτεκτονική όσο και τα μεγέθη, δηλαδή την κλίμακα των κτιρίων που χτίζονται τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα συχνά οι επενδυτές αγοράζουν μεγάλες εκτάσεις, με την προσδοκία ότι θα τις εκμεταλλευτούν για μεγάλες τουριστικές επενδύσεις, χρησιμοποιώντας κάποιο από τα προνομιακά πολεοδομικά πλαίσια που έχουν δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό».
Σύμφωνα με τον κ. Σπιλάνη, η άνοδος των αγοραπωλησιών ακινήτων στις Κυκλάδες οφείλεται σε ετερογενείς αιτίες.
«Η επιτάχυνση των αγοραπωλησιών – μεταβιβάσεων γης στα Κυκλαδονήσια, ανεξάρτητα από το νησί και τον βαθμό ανάπτυξής του, οφείλεται κυρίως σε τρεις λόγους:
Πρώτον, στη μετατροπή του τουρισμού σε δραστηριότητα real estate λόγω της τεράστιας αύξησης “ιπτάμενων” κεφαλαίων που αναζητούν νομιμοποίηση και όπου τα κέρδη οφείλουν να αποκομιστούν στην πρώτη φάση της “επένδυσης” και όχι μεσομακροπρόθεσμα, όπως είναι μέσω ενός ξενοδοχειακού καταλύματος.
Δεύτερον, στην προσπάθεια του τοπικού πληθυσμού να διατηρήσει σε βραχυχρόνια βάση ένα σταθερό επίπεδο διαβίωσης εν μέσω κρίσεων και συνεχούς συμπίεσης των εισοδημάτων του τόσο από την εργασία του όσο και από τη μικρομεσαία επιχείρησή του. Αλλωστε η πεποίθηση που του καλλιεργήθηκε με τα χρόνια, ότι η εκτός οικισμού γη –δηλαδή τα χωράφια– είναι αξιοποιήσιμα οικόπεδα έχει συμβάλει σημαντικά.
«Στη Μύκονο και τη Σαντορίνη οι αγοραπωλησίες μειώνονται, κάτι που μάλλον καταδεικνύει κορεσμό ή υπερβολική αύξηση των τιμών. Αντίθετα, ανεβαίνουν ανησυχητικά στην Τήνο, τη Σύρο και τη Νάξο και σε κάποια από τα μικρότερα νησιά, όπως οι Μικρές Κυκλάδες», παρατηρεί η κ. Μαΐστρου. «Κατ’ αρχήν, αποδεικνύεται ότι οι Κυκλάδες έχουν μπει στο “στόχαστρο” της κτηματαγοράς. Αυτό σημαίνει ότι η γη και η κατοικία μετατρέπονται σε εμπόρευμα με χρηματιστηριακή αξία, που πωλείται ακριβά όσο έχει υψηλή ζήτηση και μετά, μόλις το ενδιαφέρον μειωθεί, απαξιώνεται».
Απώλεια ελέγχου
Παράλληλα, ο σημαντικός αριθμός αγοραπωλησιών υποδεικνύει μια σοβαρή διεργασία, την αλλαγή ιδιοκτησίας του τόπου. «Οι ντόπιοι, όσοι κατάγονται από τα νησιά και κατοικούν μόνιμα εκεί, μετατρέπονται σταδιακά σε μειοψηφία. Αυτό έχει πολλές επιπτώσεις. Από τη μια πλευρά, η απώλεια της ιδιοκτησίας οδηγεί σε απώλεια του ελέγχου. Αυτοί που αποφασίζουν για την τύχη κάθε νησιού δεν είναι οι μικροϊδιοκτήτες και οι κάτοικοι, που εκλέγουν πρακτικά ανίσχυρους δημάρχους, αλλά οι επενδυτές, που πιέζουν για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Περαιτέρω, οι ντόπιοι και όλες οι άλλες υφιστάμενες χρήσεις που προϋπήρχαν, όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία, σταδιακά εκδιώκονται. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κοπέλας από την Πάρο, που έγινε γνωστό πρόσφατα, η οποία είχε φτιάξει ένα τυροκομείο και μετά δεχόταν πιέσεις να φύγει επειδή κατασκευάστηκε κοντά της ένα ξενοδοχείο. Από την άλλη πλευρά, η μείωση του πληθυσμού που συνδέεται άμεσα με έναν τόπο πλήττει και τον άυλο πολιτισμό. Οι Κυκλάδες, δηλαδή, μετατρέπονται σε τουριστικό σκηνικό, σε μια τουριστική εκδοχή του εαυτού τους, όπως την αντιλαμβάνεται ο κάθε επιχειρηματίας».
Η κ. Μαΐστρου εκτιμά ότι δεν έχει δοθεί η δέουσα προσοχή σε όλη αυτή την εξέλιξη. «Η κυβέρνηση δεν λαμβάνει μέτρα για να ανακόψει την απόλυτη κυριαρχία του τουρισμού, να ανακόψει την υπερδόμηση και να προστατεύσει το τοπίο. Στο χωροταξικό πλαίσιο για τον τουρισμό, που δόθηκε πρόσφατα σε διαβούλευση, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει την τουριστική υπερφόρτωση των νησιών. Αλλά απαγορεύει, μέχρι να ολοκληρωθεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός, να εγκαθίστανται κοντά σε τουριστικές χρήσεις άλλες που τον “ενοχλούν”. Κατά τη γνώμη μου, ένα πρώτο βήμα θα έπρεπε να είναι η καθολική απαγόρευση των μεγάλων τουριστικών επενδύσεων (όπως οι στρατηγικές επενδύσεις και τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα) στις Κυκλάδες, καθώς αποδεδειγμένα οδηγούν στην “κατανάλωση” μεγάλων εκτάσεων που υπό την παρούσα νομοθεσία είτε θα έμεναν αδόμητες ή δεν θα μπορούσαν να κατατμηθούν για να χτιστούν ολόκληρες. Ευθύνη όμως έχουν και οι δήμαρχοι των Κυκλάδων που πρέπει κατά τη γνώμη μου να συντονιστούν και να μεταφέρουν ένα ενιαίο μήνυμα στην Πολιτεία, η οποία αυτή τη στιγμή αρνείται να τους ακούσει».
Τέλος, στην αδιαφορία, αν όχι στη συμβολή, των δημόσιων πολιτικών που βλέπουν μέσα από τη μεγέθυνση της δραστηριότητας φιλοξενίας (γνωστές οι αναφορές για το πόσοι Βορειοευρωπαίοι –και όχι μόνο πλέον– “ψάχνουν” να βρουν σπίτια για να περνούν τους χειμώνες τους στην Ελλάδα) και μέσω αυτής της οικοδομικής δραστηριότητας ως “ατμομηχανές της ανάπτυξης”. Οι πολιτικές golden visa, nomads visa και κυρίως η χωροταξική του “πολιτική”, αντί μιας μεσομακροπρόθεσμης στρατηγικής βιώσιμης ανάδειξης της ταυτότητας των νησιών και ενίσχυσης της ελκυστικότητάς τους ως τόπων διαρκούς διαβίωσης μέσα από δημόσιες επενδύσεις, είναι βασικά εργαλεία».
Γιώργος Λιάλιος
Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακό στην Πολεοδομία-Χωροταξία στο ΕΜΠ. Εργάζεται στην Καθημερινή από το 1999, τα πρώτα επτά χρόνια ως ελεύθερος συντάκτης και από το 2004 ως συντάκτης για περιβαλλοντικά και πολεοδομικά θέματα, καθώς και δημόσια έργα.
ΠΗΓΗ : https://parianostypos.gr/