ΜΥΚΟΝΟΣ

Η αυτοδίδακτη υφάντρα της Μυκόνου που εκτρέφει μεταξοσκώληκες

Η Φαίη Χατζή, Μυκονιάτισσα από επιλογή, παράγει δικά της νήματα και τα μετατρέπει σε έργα λαϊκής τέχνης.

Στη Μύκονο η γυναίκα που γνωρίζει τα μυστικά του αργαλειού λέγεται «ανυφάντρα». Κατά κοινή ομολογία, η μεγαλύτερη Μυκονιάτισσα ανυφάντρα ήταν η Βιενούλα Κουσαθανά, μια πρωτοπόρος τεχνίτρια του στημονιού και του υφαδιού, η οποία μετά τον πόλεμο έστησε ένα εργαστήρι, πειραματίστηκε με την πλέξη και τα χρώματα και σιγά σιγά δημιούργησε μια κανονική οικοτεχνία, εξάγοντας τα υφαντά της σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για την πιο αγαπητή Μυκονιάτισσα ανυφάντρα μιας αβανγκάρντ κοινότητας ξένων καλλιτεχνών-μετοίκων που γύρω στη δεκαετία του 1960 είχαν κάνει το εργαστήρι της στέκι τους, γευμάτιζαν σπίτι της και συμμετείχαν στα ίδια γλέντια με τα παιδιά της, σαν να ήταν όλοι μια μεγάλη οικογένεια. 

Η Φαίη Χατζή, δεξιοτέχνις του αργαλειού. (Φωτογραφία: Μαρίκα Τσουδερού)

Η Βιενούλα, λοιπόν, ήταν η πιο χαρακτηριστική φιγούρα της τοπικής υφαντικής κοινότητας, δεν ήταν όμως η μόνη. Η Μύκονος υπήρξε ένα νησί με τεράστια παράδοση στην υφαντική, με τις γυναίκες του νησιού όχι μόνο να κατασκευάζουν, αλλά και να πωλούν οι ίδιες τα υφαντά τους, από τη Δήλο μέχρι τις σάλες των σπιτιών τους. Εκατοντάδες ήταν οι αργαλειοί που λειτουργούσαν μεταπολεμικά, συνεισφέροντας στο τοπικό ΑΕΠ, σε ένα επάγγελμα βέβαια αρκετά κοπιαστικό, που απαιτούσε από τις ανυφάντρες να μένουν καθηλωμένες στην ίδια θέση και να δουλεύουν όλη μέρα. Ο τουρισμός ανακάτεψε την τράπουλα, δημιούργησε νέες πηγές εσόδων, ενώ σταδιακά μειώθηκε και η ζήτηση των υφαντών. Κάπως έτσι, τις τελευταίες δεκαετίες οι υφάντρες εγκατέλειψαν η μία μετά την άλλη τους αργαλειούς τους και σήμερα είναι λίγες οι γυναίκες που ασκούν την τέχνη περιστασιακά, για ένα έξτρα εισόδημα, οι περισσότερες μεγάλης ηλικίας. Ψάχνοντας για έναν άνθρωπο που να ασχολείται ενεργά με την υφαντική, το όνομα της Φαίης Χατζή ακουγόταν συνεχώς. Η ιστορία της έχει ενδιαφέρον, γιατί δεν κληρονόμησε ούτε τον αργαλειό ούτε τις τεχνικές από τη μητέρα της. Για την ακρίβεια, δεν είναι καν Μυκονιάτισσα.

Μεγάλωσε στη Νίκαια του Πειραιά, σε μια οικογένεια όπου ο πατέρας δούλευε σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στο εξωτερικό, αλλάζοντας χώρα κάθε δύο χρόνια. «Και ο αδερφός μου και εγώ είχαμε την ευλογία και την κατάρα να ταξιδεύουμε διαρκώς, σαν Τσιγγάνοι. Αυτές οι εμπειρίες διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία μου», περιγράφει. Σπούδασε γραφιστική, τα καλοκαίρια δούλευε σε νησιά και από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έχει αγκυροβολήσει στη Μύκονο. Τα πρώτα χρόνια που ζούσε στο νησί, ήρθε σε επαφή με το μυκονιάτικο υφαντό. «Τότε δεν ήξερα καν τι είναι ο αργαλειός ούτε είχα μπει στη διαδικασία να φανταστώ πώς φτιάχνεται ένα ύφασμα». Ζήτησε να μάθει περισσότερα και μια κυρία που είδε το πάθος της, της χάρισε τον αργαλειό της, για να μην τον αφήσει να σαπίσει σε μια αποθήκη. 

Παλιές και νέες τεχνικές

Δύο ντόπιες ανυφάντρες τής έδειξαν κάποιες βασικές τεχνικές και η Φαίη άρχισε να δουλεύει ασταμάτητα μέχρι να μάθει. «Έφτιαχνα υφαντά και παράλληλα έκανα έρευνα. Γενικώς, είμαι αυτοδίδακτη. Ντρεπόμουν να το πω, μέχρι που διάβασα στον Όμηρο ότι, όταν μπήκε ο Οδυσσέας στο παλάτι του και αφού είχε σκοτώσει τους περισσότερους μνηστήρες, άνοιξε ένα κοφίνι όπου βρήκε κρυμμένο έναν μουσικό, ο οποίος του ζήτησε να τον λυπηθεί γιατί ήταν αυτοδίδακτος. Ήταν ο μόνος που έζησε. Τότε κατάλαβα πόσο σπουδαίο είναι να είσαι αυτοδίδακτος». Στα 20 χρόνια που ασχολείται με το αντικείμενο, η τέχνη της εξελίχθηκε πολύ, εντρύφησε σε νέες τεχνικές που δεν υπήρχαν στη Μύκονο, έψαξε την παράδοση του κεντήματος της Κρήτης, ταξίδεψε μέχρι το Μαρόκο και έμαθε να υφαίνει στο έδαφος, με το στημόνι να δένεται σε έναν πάσσαλο και να περιστρέφεται γύρω από τη μέση της υφάντρας.

Όπως πολλοί σύγχρονοι δημιουργοί, έτσι και η Φαίη είναι ταυτόχρονα καλλιτέχνις και τεχνίτρια. Εμπλέκεται, όμως, προσωπικά και σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Το μαλλί που χρησιμοποιεί προέρχεται από μυκονιάτικα πρόβατα τα οποία ταΐζει η ίδια, ενώ το μετάξι όχι απλώς το επεξεργάζεται μόνη της, αλλά και εκτρέφει μεταξοσκώληκες, αναβιώνοντας την –ξεχασμένη από πολλούς– τέχνη της σηροτροφίας. Μάλιστα, σε αντίθεση με μια διαδεδομένη πρακτική των μεταξοπαραγωγών που βράζουν τα κουκούλια ενώ ζουν ακόμη οι μεταξοσκώληκες, η Φαίη αφήνει τα έντομα να βγουν και να αναπαραχθούν, ολοκληρώνοντας έτσι τον κύκλο ζωής τους και μετά βράζει τα άδεια κουκούλια για να πάρει το μετάξι τους. Κάτι ακόμα που κάνει τη δουλειά της να ξεχωρίζει, είναι ότι δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Ζώντας στη Μύκονο κι ενώ ήδη είχε ξεκινήσει την καριέρα της στον χώρο της μόδας, αποφάσισε να δουλέψει ως αρχαιοφύλακας στον αρχαιολογικό χώρο της Δήλου κι έπειτα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου. «Η Δήλος είναι μαγική, ένα ενεργειακό μέρος που σε φορτίζει θετικά και αρνητικά. Σε ανοίγει. Είμαι πολύ τυχερή που πέρασα από εκεί. Ήθελα να αφουγκραστώ τον τόπο και μετά να βγάλω ό,τι εισέπραξα στη δουλειά μου».

Πλύσιμο του προβάτινου μαλλιού, που αποτελεί πρώτη ύλη των υφαντών. (Φωτογραφία: Σπύρος Παλούκης)

Κάπως έτσι, μια Μυκονιάτισσα από επιλογή διατηρεί την υφαντική παράδοση του νησιού ζωντανή. Την ίδια στιγμή, γίνονται προσπάθειες ανάδειξης της τέχνης σε επίπεδο καταγραφής (ντοκιμαντέρ, εκδόσεις), αλλά –το σπουδαιότερο– σε επίπεδο μαθημάτων. «Η Δήμητρα Νάζου, από τον Σύλλογο Γυναικών, αγαπάει πολύ την υφαντική και έχει κινητοποιήσει την τοπική κοινωνία. Σε συνεργασία με τον δήμο κατάφερε να βρεθεί χώρος και να διοργανωθούν κάποια μαθήματα. Πέρυσι έγινε μια έκθεση στην οποία πήρα μέρος κι εγώ. Ήταν πολύ συγκινητική η όλη προσπάθεια», αναφέρει η Φαίη για μια τέχνη που είναι ταυτισμένη με μια Μύκονο απλή, προσιτή, ρομαντική και εντελώς άγνωστη στον περισσότερο κόσμο.Unmute

Αξίζει να δείτε την ταινία Vienoula’s English Spoken, που παρουσιάζει τον βίο και την πολιτεία της Βιενούλας Κουσαθανά (YouTube), όπως και το ντοκιμαντέρ Τα ’φαντά για τη μυκονιάτικη υφαντική (Vimeo). Αναζητήστε, επίσης, το βιβλίο Το μυκονιάτικο υφαντό στον 20ό αιώνα, μια έκδοση του Συλλόγου Γυναικών Μυκόνου.

ΠΗΓΗ:https://www.kathimerini.gr/

error: Content is protected !!