
Το αρχαίο κάστρο της Μυκόνου αποτελεί μια τυπική περίπτωση στην οποία η παράκτια πολιτιστική κληρονομιά κινδυνεύει να υποστεί ζημιά λόγω διάβρωσης των ακτών ή ακραίων καιρικών φαινομένων. Χρονολογείται από τον 13 αιώνα, αλλά σήμερα βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση λόγω της προχωρημένης διάβρωσης και της σεισμικής δραστηριότητας στην περιοχή.
Τα τελευταία δύο χρόνια η περιοχή βρίσκεται στο στόχαστρο του ερευνητικού έργου THETIDA, μιας πρωτοποριακής διεθνούς κοινοπραξίας που –υπό τον συντονισμό του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Συστημάτων Επικοινωνίας και Υπολογιστών (ΕΠΙΣΕΥ) του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ)– ενώνει οκτώ ευρωπαϊκές χώρες σε μια διεθνή προσπάθεια για την προστασία και τη διατήρηση παράκτιων και υποθαλάσσιων πολιτιστικών μνημείων.
Η συνδυασμένη παρουσία κινδύνων που προκύπτουν από την υψηλή έκθεση στην ακτογραμμή της διάβρωσης, καθώς και από ανθρώπινες παρεμβάσεις, καθιστούν τον τόπο μια ενδιαφέρουσα περίπτωση προς μελέτη. «Πράγματι, το κάστρο είναι χτισμένο σε μια χαμηλή, παράκτια χερσόνησο, με χαρακτηριστικό ημιέρημο μεσογειακό κλίμα, όπου παρατηρούνται και καταγράφονται διακυμάνσεις της στάθμης της θάλασσας λόγω της κλιματικής αλλαγής. Για αυτό και επιλέχθηκε για να αποτελέσει ένα από τα επτά πιλοτικά σημεία που θα επικεντρωθεί το THETIDA», δηλώνει ο δρ Αγγελος Αμδίτης, επιστημονικός συντονιστής του έργου και Διευθυντής Ερευνας και Ανάπτυξης του ΕΠΙΣΕΥ του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Σήμερα είναι το πιο αλλοιωμένο κάστρο στο Αιγαίο, κυρίως λόγω των σύγχρονων τροποποιήσεων που έχει υποστεί, αλλά και εξαιτίας του ότι αποτελεί και έναν από τους λίγους αρχαίους οικισμούς που βρίσκονται τόσο κοντά στη θάλασσα. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει μνημείο μεγάλης αρχαιολογικής, αρχιτεκτονικής και ιστορικής αξίας. Σύμφωνα με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, οι αρχαιολογικές ανασκαφές και καταγραφές στην περιοχή επιβεβαιώνουν την ανάπτυξη οικισμού εντός των τειχών του κάστρου ήδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Ωστόσο, την ταυτότητα του χώρου καθόρισαν ανθρώπινες παρεμβάσεις κατά τη βυζαντινή και την ενετική περίοδο.
Η σημερινή δομή του κάστρου χρονολογείται από το 1207, όταν ξαναχτίστηκε ως οχυρωμένος οικισμός από τους αδελφούς Γκίσι από τη Βενετία. Το κάστρο εγκαταλείφθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, με αποτέλεσμα την κατεδάφιση πολλών κτιρίων. Οι εκκλησίες του κάστρου είναι τα μόνα κτίρια που παραμένουν ανέπαφα, αλλά τα υπόλοιπα κτίρια, στέκονται κατάλοιπα από τις προϊστορική, την κλασική και την ελληνιστική περίοδο, τη βυζαντινή εποχή και την ενετική αρχιτεκτονική, και δημιουργούν ένα μνημειώδες παλίμψηστο που αναδεικνύει την πορεία του κάστρου στον χρόνο και τη μοναδική του ταυτότητα.
«Οπως φαίνεται από φωτογραφίες που λήφθηκαν από UAVs, μέρη της βορειοδυτικής ακτής του κάστρου είναι ήδη κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Ο κίνδυνος για επιπλέον απώλειες λόγω διάβρωσης των ακτών και μικρορωγμών στα δομικά στοιχεία του μνημείου είναι άμεσος», συμπληρώνει ο δρ Παναγιώτης Μιχάλης, ερευνητής του I-SENSE Group στο ΕΠΙΣΕΥ του ΕΜΠ και project manager του έργου και εξηγεί ότι οι ερευνητές του ΤΗΕΤΙDA αναπτύσσουν αισθητήρες που θα εγκατασταθούν στην περιοχή (μετεωρολογικό σταθμό, αισθητήρες ανίχνευσης ρωγμών και αισθητήρες σεισμικής δόνησης) και θα συνδυαστούν με δεδομένα που προκύπτουν από δορυφόρους και υποθαλάσσιες μελέτες, «ώστε να έχουμε ακριβή εκτίμηση των κινδύνων και να μπορούμε να προτείνουμε συγκεκριμένα μέτρα που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα του μνημείου».
Δείτε την συνέχεια του άρθρου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ